- ασόδιαστος
- η , ο несобранный, неубранный (об урожае)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασόδιαστος — η, ο 1. (για καρπούς) αυτός που δεν τον έχουν μαζέψει («ασόδιαστη σταφίδα») 2. εκείνος που δεν παρέχει σοδειά, ο άφορος («ασόδιαστη χρονιά») 3. όποιος δεν έχει σοδειά, δεν έχει προμήθειες («ασόδιαστο σπιτικό») … Dictionary of Greek